προσελαύνοντα

προσελαύνοντα
προσελαύ̱νοντα , προσελαύνω
drive
pres part act neut nom/voc/acc pl
προσελαύ̱νοντα , προσελαύνω
drive
pres part act masc acc sg
προσελαύ̱νοντα , προσελαύνω
drive
pres part act neut nom/voc/acc pl
προσελαύ̱νοντα , προσελαύνω
drive
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσελαύνω — Α [ἐλαύνω] 1. φέρνω, οδηγώ κάποιον ή κάτι προς ένα σημείο («προσελαύνειν τὸν ἵππον», Πλούτ.) 2. προωθώ, σπρώχνω προς ένα σημείο («προσελαύνειν τινὰ φιλοσοφίᾳ», Διογ. Λαέρ.) 3. προχωρώ ιππεύοντας, πλησιάζω σε ένα μέρος έφιππος (α. «ὡς δὲ προσήλασε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”